προσωπογραφικός

προσωπογραφικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσωπογραφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσωπογραφικός — ή, ό, Ν ο σχετικός με την προσωπογραφία. επίρρ... προσωπογραφικώς και προσωπογραφικά Ν με προσωπογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Μ. Βρατσάνο] …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • εικονογραφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στην εικονογραφία ή τον εικονογράφο (βλ. λ.), ο ζωγραφικός, προσωπογραφικός: Εικονογραφική τέχνη. 2. που παρασταίνεται με εικόνες: Εικονογραφικό σύστημα γραφής (που χρησιμοποιεί εικόνες αντί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”